Κύριε,
Αγάπησα τον Άγγελό Σου παράφορα, σε μια στιγμή που η νύχτα μου κουράστηκε κι έκλεισε τα μάτια αφήνοντάς με μόνο με το φώς του. Το ξέρω πως δεν ήθελες να σωριαστώ, μόνο να περπατήσω κήπο – κήπο. Έτσι, να ξαναθυμηθώ την υγρασία των ματιών: αυτό είχες στο νου Σου. Όμως είναι φορές που ένας περίπατος αλλάζει τον κόσμο. Ο χάρτης γράφεται απ’ την αρχή, γκρεμίζεται η έρημος, φυτρώνει παντού μια ανήμερη χλόη και σκεπάζει εκείνα που έλεγες όνειρά σου. Ούτε να τρέμω ήθελες. Μα πηγαίνοντας, όλο κι ανέβαινε η φωτιά καίγονταν γύρω όλα μου τα υπάρχοντα. Στάχτη ως κι τελευταία μου καρδιά. Δεν υπάρχει πια μέρος να γυρίσω. Το ξέρω πως δεν το ‘θελες. Εσύ τα φώτα μόνο ήθελες να δω και πώς μεγαλώνει η ανάσα όταν διασχίζει κανείς τόσον κόσμο. Μόνο που αγκαλιάζοντας τα δέντρα, ψηλώνανε τα φύλλα τους και μ’ έκρυβαν – θα με βρει εδώ; θα με γνωρίσει; Αναρωτιόμουν. Μα είναι αργά πια για κάθε αγωνία. Τώρα τον έχω ερωτευτεί. Δεν έχω ούτε σφυγμό ούτε ευχή να συλλαβίσω. Δε ζητάω τίποτα κι έχω ξεμάθει πια να περιμένω. Έτσι κι αλλιώς, ό, τι ήτανε να κάνεις έχει γίνει: Με κατέβασες απ’ τη φωλιά μου, και μ’ έριξες στα νύχια του ορίζοντα. Τα υπόλοιπα είναι δική μου δουλειά. Μονάχα, αν γίνεται, άσε μου εδώ τον Άγγελό Σου. Θα τον προσέχω σαν δικιά Σου αμαρτία, σου τ’ ορκίζομαι. Κάθε πρωί θα τον ξυπνάω παραμερίζοντας τα φτερά του και τ’ απογεύματα – αχ, Κύριε! – τ’ απογεύματα θα ποτίζω εγώ τον Παράδεισό στη θέση του, μ’ όσα νερά μπορώ, όσο εκείνος θα στεγνώνει απ’ τα φιλιά μου. Αυτή τη χάρη θέλω, καμιά άλλη. Εσύ μπορείς να ζήσεις μ’ όποιον Άγγελο θες. Εγώ μόνο μ’ αυτόν. Κανέναν άλλο.

Κονδυλάκης, Ιωάννης (1861/2-1920)